ἀμυδρῶν

ἀμυδρῶν
ἀμυδρός
dim
fem gen pl
ἀμυδρός
dim
masc/neut gen pl
ἀμυδρόω
make indistinct
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
ἀμυδρόω
make indistinct
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
ἀμυδρόω
make indistinct
pres part act masc nom sg
ἀμυδρόω
make indistinct
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… …   Dictionary of Greek

  • Βολφ, Μαξ — (Max Wolf, Χαϊδελβέργη 1869 – 1932).Γερμανός αστρονόμος. Ίδρυσε και διηύθυνε το αστεροσκοπείο της Χαϊδελβέργης. Επιδόθηκε με ιδιαίτερο ζήλο στην παρατήρηση και στη μελέτη του ουρανού και είναι ο πρώτος που χρησιμοποίησε τη φωτογραφία στην… …   Dictionary of Greek

  • νάνοι καινοφανείς — (Αστρον.). Μία μικρή ομάδα αμυδρών αστέρων που χαρακτηρίζονται από απότομες αυξήσεις της λαμπρότητας κατά διαστήματα λίγων εβδομάδων ή μηνών (η μέγιστη λαμπρότητα διαρκεί μόνο μερικές μέρες). Η μεταβολή της λαμπρότητας (δηλαδή το εύρος) είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”